- περιττοσύλλαβος
- -η, -ο / περιττοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, -ον, ΜΑνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβαγραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά τής Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις τού ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις τού πληθυντικού μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο λιμήν, τού λιμένος κ.λπ. στον εν. και οι λιμένες, τών λιμένων κ.λπ. στον πληθ.β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά τής Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις τού πληθυντικού έχουν μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, καθώς και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν περιττοσυλλαβία σε ὁλες τις πτώσεις τού πληθυντικού αλλά και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο ψαράς - οι ψαράδες... κ.λπ., η αλεπού - οι αλεπούδες... κ.λπ., το βήμα - τού βήματος - τα βήματα κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται σήμερα ως ανισοσύλλαβαμσν.-αρχ.αυτός που έχει μια συλλαβή περισσότερη από άλλον («γενική περισσοσύλλαβος», Απολλ. Δύσκ.).επίρρ...περιττοσυλλάβως και περισσοσυλλάβως Μμε μια συλλαβή περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», Στέφ. Βυζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περιττός + συλλαβή].
Dictionary of Greek. 2013.